- θοάζω
- (I)θοάζω (Α) [θοός]1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.)2. βιάζω («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.)3. επισπεύδω4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν λαίμαργα την τροφή με τα σαγόνια, Ευρ.)5. (αμτβ.) ορμώ, σπεύδω, κινούμαι γρήγορα («θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός», Ευρ.).————————(II)θοάζω (Α)κάθομαι («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — γιατί κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική στάση; Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *θοάσσω, παράλληλος τ. του θαάσσω* (< *θaFau-yω), θάσσω, με μεταβολή επιθήματος].
Dictionary of Greek. 2013.